- επενδυτικός
- -ή, -ό [επενδύτης]1. αυτός που χρησιμεύει για επένδυση («επενδυτικά υλικά»)2. εκείνος που αναφέρεται σε επενδύσεις χρηματικές («επενδυτικά προγράμματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επενδυτικός — ή, ό που χρησιμεύει για επένδυση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)